portable | |
gen. | φορητή; φορητό; φορητός |
optical sensor | |
el. | οπτικός αισθητήρας |
tester | |
agric. | μηχάνημα διαλογής-οπτικού ελέγχου |
commun. | δοκιμαστήρας |
comp., MS | πρόγραμμα δοκιμής |
health. | δοκιμαστής |
| |||
φορητή; φορητό; φορητός | |||
φορητός υπολογιστής | |||
English thesaurus | |||
| |||
p | |||
prtl; ptbl |
portable: 203 phrases in 27 subjects |