| |||
πολυβινυλοπυρολιδόνη; πολυβινυλική πυρρολιδόνη | |||
διαλυτή πολυβινυλοπυρρολιδόνη; πολυ-1-(2-οξο-1-πυρρολιδινυλ)-αιθυλένιο | |||
πολυβινυλοπυρρολιδόνη; ποβιδόνη | |||
English thesaurus | |||
| |||
E1201 |
polyvinylpyrrolidone: 11 phrases in 2 subjects |
Food industry | 8 |
Pharmacy and pharmacology | 3 |