polypropylene | |
chem. | πολυπροπυλένιο |
plastic | |
environ. | Πλαστικό; πλαστική; πλαστικό /πλαστική ύλη; πλαστικό; πλαστική ύλη |
mater.sc. el. | πλαστικό υλικό |
med. | πλαστικό; νεοπλαστικός |
plastics | |
chem. | πλαστική ύλη |
| |||
πολυπροπυλένιο |
polypropylene: 11 phrases in 3 subjects |
Chemistry | 4 |
Industry | 6 |
Information technology | 1 |