| |||
πόλος | |||
πάσσαλος περίβολου; δένδρον ενήλικον; πηδάλιο; πάσσαλος φράκτη | |||
πτέρνη | |||
πόλος συνδέσμου | |||
ιστός αναρτήσεως; πυλώνας αναρτήσεως; πύργος αναρτήσεως | |||
καλάμι | |||
στύλος; πάσσαλος | |||
κοντάρι για άλμα επί κοντώ; ραβδος για άλμα | |||
πείρος έλξης; πείρος κοτσαρίσματος; πείρος σύνδεσης | |||
ακόντιο τοπογράφου; δοκός; κοντάρι; ιστός | |||
| |||
αναβρασμός | |||
ανάδευση με ξύλινο κοντάρι | |||
| |||
πόλοι | |||
English thesaurus | |||
| |||
po | |||
| |||
point of last environment (restart) |
pole: 260 phrases in 26 subjects |