![]() |
plastic | |
environ. | Πλαστικό; πλαστική; πλαστικό /πλαστική ύλη; πλαστικό; πλαστική ύλη |
mater.sc. el. | πλαστικό υλικό |
med. | πλαστικό; νεοπλαστικός |
plastics | |
chem. | πλαστική ύλη |
econ. | πλαστικές ύλες |
plumber | |
lab.law. | υδραυλικός οικοδομών |
and | |
gen. | και |
fitter | |
industr. construct. | εφαρμοστής |
| |||
Πλαστικό; πλαστική; πλαστικό υλικό/πλαστική ύλη; πλαστικό υλικό/πλαστική ύλη | |||
πλαστικό υλικό | |||
πλαστικό; νεοπλαστικός; πλαστικός | |||
| |||
πλαστική ύλη | |||
πλαστικές ύλες | |||
| |||
πλαστική ύλη | |||
| |||
πλαστικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
plast | |||
PLST/PLSTC |
plastics: 500 phrase in 27 subjects |