plastic | |
environ. | Πλαστικό; πλαστική; πλαστικό /πλαστική ύλη; πλαστικό; πλαστική ύλη |
mater.sc. el. | πλαστικό υλικό |
med. | πλαστικό; νεοπλαστικός; πλαστικός |
plastics | |
chem. | πλαστική ύλη |
indexing | |
fin. | ίντεξινγκ |
| |||
Πλαστικό; πλαστική; πλαστικό υλικό/πλαστική ύλη; πλαστικό υλικό/πλαστική ύλη | |||
πλαστικό υλικό | |||
πλαστικό; νεοπλαστικός | |||
| |||
πλαστική ύλη | |||
πλαστικές ύλες | |||
| |||
πλαστική ύλη | |||
| |||
πλαστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
plast | |||
PLST/PLSTC |
plastic: 486 phrases in 27 subjects |