photographic | |
gen. | φωτογραφική; φωτογραφικό; φωτογραφικός |
observation | |
environ. | βόλιση όζοντος; μέτρηση όζοντος; παρατήρηση όζοντος |
med. | παρατήρηση; παρακολούθηση; επιτήρησις; παρακολούθησις |
| |||
φωτογραφική; φωτογραφικό; φωτογραφικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
phot |
photographic: 1 phrase in 1 subject |
Cultural studies | 1 |