DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
phosgene ['fɔzdʒɪ:n] n
chem. CΟCl2; διχλωροκαρβονύλιο; καρβονυλοχλωρίδιο; οξυχλωριούχος άνθρακας; χλωριούχο καρβονύλιο; οξυχλωριούχος άνθρακας φωσγένιο
med. φωσγένιο