| |||
ευρεσιτεχνία/δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
έγγραφο ευρεσιτεχνίας; προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας | |||
ευρεσιτεχνία; πατεντάρω πατεντάρισα; κατοχυρώνω με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας; πατέντα | |||
| |||
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας | |||
| |||
πατεντίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pat. | |||
pat | |||
A government grant giving an inventor the exclusive right to make or sell his or her invention for a term of years | |||
| |||
pats |
patent: 268 phrases in 26 subjects |