participation | |
econ. market. | συνδιαχείρηση |
environ. | συμμετοχή |
law | επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία |
med. | συμμετοχή |
in | |
gen. | μέσα; σε |
preparatory inquiry | |
law | προπαρασκευαστική ενέργεια; απόδειξη; ανακριτική πράξη |
| |||
συνδιαχείρηση | |||
επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία | |||
συμμετοχή | |||
συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων | |||
| |||
συμμετοχή | |||
English thesaurus | |||
| |||
P |
participation: 147 phrases in 20 subjects |