papillary | |
med. | θηλιαίος; θηλωδικός; θηλώδης; θηλαίος; θηλοειδής |
thyroid | |
anim.husb. | θυρεοειδής αδένας |
med. | θυρεοειδής αδήν; θυρεοειδής; θυρεοειδής αδένας |
carcinoma | |
gen. | καρκίνος,κακοήθης όγκος |
| |||
θηλιαίος; θηλωδικός; θηλώδης; θηλαίος; θηλοειδής |
papillary: 50 phrases in 1 subject |
Medical | 50 |