packages | |
market. IT | πακέτα λογισμικού; πακέτα προγραμμάτων |
packaging | |
commer. | συσκευασία; πρώτη συσκευασία |
el. | πακετάρισμα |
environ. | συσκευασίες; συσκευασίες |
food.ind. | δεύτερη συσκευασία |
med. | συσκευασία; στοίβαση |
tech. | δεματοποίηση |
cram | |
agric. | αναγκαστική πάχυνση |
executive | |
gen. | εκτελεστική |
| |||
συσκευασία; πρώτη συσκευασία | |||
πακετάρισμα | |||
συσκευασίες | |||
δεύτερη συσκευασία | |||
συσκευασία; στοίβαση | |||
δεματοποίηση | |||
μέσα συσκευασίας | |||
| |||
πακέτα λογισμικού; πακέτα προγραμμάτων | |||
| |||
συσκευασίες | |||
| |||
δεματοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
pkgd |
packaged: 182 phrases in 28 subjects |