overlap | |
chem. | αλληλοεπικαλυμμένο |
med. | αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα |
overlapping | |
chem. | ζώνη αλληλοκάλυψης |
commun. coal. | επικάλυψη |
industr. construct. | αλληλοκάλυψη; υπέρθεση |
stat. | σύμπτωση |
procedure | |
comp., MS | διαδικασία |
| |||
επικαλύπτω | |||
αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα | |||
| |||
ζώνη αλληλοκάλυψης | |||
επικάλυψη | |||
αλληλοκάλυψη; υπέρθεση | |||
σύμπτωση | |||
επικάλυψη ενεργειών | |||
| |||
αλληλοεπικαλυμμένο | |||
θετική επικάλυψη | |||
επικάλυψη | |||
κάλυψη; υπερκάλυψη | |||
σύμπτωση | |||
προστατευτικό τμήμα αποκλεισμού | |||
αλληλεπικάλυψη | |||
English thesaurus | |||
| |||
ol | |||
ovl |
overlap: 125 phrases in 23 subjects |