outside | |
gen. | έξω; έξω από |
mech.eng. | οπισθία όψις οδόντος |
secondary | |
el. | δευτερεύουσα πλευρά |
mech.eng. | δευτερεύων,δευτερεύουσα,δευτερεύον |
med. | δευτεροταγής; δευτερεύων; δευτερογενής |
| |||
οπισθία όψις οδόντος | |||
εκτός; εξωτερικός | |||
| |||
έξω; έξω από |
outside: 209 phrases in 32 subjects |