optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
sight- | |
market. fin. transp. | πληρωτέο επί τη εμφανίσει |
sighting | |
fish.farm. | διόπτευση; παρατήρηση |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
optical: 111 phrases in 15 subjects |