optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
precipitate | |
gen. | κατακρημνισθέν ; κατακρημνιζόμενο ; κατακρημνίζεται |
med. | καθιζάνω; κατακρημνίζω κατακρήμνισα; κατακρήμνισμα; ίζημα |
pharma. chem. | κατακρημνίζω |
profiler | |
comp., MS | πρόγραμμα δημιουργίας προφίλ |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
optical precipitate: 1 phrase in 1 subject |
Earth sciences | 1 |