![]() |
operational | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
efficiency | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
med. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
operational efficiency: 3 phrases in 3 subjects |
Finances | 1 |
Law | 1 |
Transport | 1 |