| |||
επίσημος; δημόσιος λειτουργός; δημόσιος υπάλληλος | |||
υπάλληλος; κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου | |||
επίσημο | |||
υπάλληλoς | |||
φαρμακευτικός | |||
| |||
δημόσια διοίκηση | |||
| |||
αξιωματούχος; επίσημη | |||
English thesaurus | |||
| |||
of. | |||
offi; offic; offl | |||
off. | |||
ofcl; off; ofl | |||
| |||
Ordinary Folks For Immediate Currency Information And Legislation |
official: 481 phrases in 45 subjects |