notification | |
gen. | κοινοποίηση; επισήμανση |
econ. commun. mater.sc. | ανακοίνωση; γνωστοποίηση |
environ. | κοινοποίηση; αναγγελία; ειδοποίηση |
law | κοινοποίηση/αναγγελία/ειδοποίηση |
notifications | |
comp., MS | ειδοποιήσεις |
of | |
gen. | από |
change | |
gen. | αλλάζω |
report | |
econ. | έκθεση |
| |||
κοινοποίηση; επισήμανση | |||
ανακοίνωση; γνωστοποίηση | |||
κοινοποίηση/αναγγελία/ειδοποίηση | |||
| |||
κοινοποίηση; αναγγελία; ειδοποίηση | |||
| |||
ειδοποιήσεις (E-mail messages that alert you when new activity has occurred in particular areas of your community) | |||
κοινοποιήσεις | |||
English thesaurus | |||
| |||
notification to ... of ... (AD Alexander Demidov) | |||
notif |
notification-of: 67 phrases in 21 subjects |