notice | |
gen. | σημειώνω; ειδοποίηση |
construct. | αίτηση πληρωμής |
fin. | ειδοποίηση παράδοσης; εντολή παράδοσης |
fin. IT | προειδοποίηση |
forestr. | σήμα |
law | κλήση προς συμμόρφωση; όχληση |
law environ. | ειδοποίηση/γνωστοποίηση/αναγγελία/ανακοίνωση |
of | |
gen. | από |
| |||
σημειώνω; ειδοποίηση | |||
αίτηση πληρωμής | |||
ειδοποίηση παράδοσης; εντολή παράδοσης | |||
προειδοποίηση | |||
σήμα | |||
κλήση προς συμμόρφωση; όχληση | |||
προειδοποίηση/γνωστοποίηση/αναγγελία/ανακοίνωση | |||
ανακοίνωση | |||
| |||
γνωστοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
written information of advanced warning; Written information or warning. For example, a notice to the other side that you will make a motion in court on a certain date | |||
not; ntc | |||
| |||
N |
notice of: 94 phrases in 22 subjects |