mutual | |
gen. | αμοιβαία; αμοιβαίο; αμοιβαίος |
fund | |
gen. | χρηματοδοτώ; κονδύλιο |
funding | |
fin. | πράξη αναδιάταξης; πράξη παγιοποίησης |
fin. social.sc. | κεφαλαιοποίηση; προχρηματοδότηση |
| |||
αμοιβαία; αμοιβαίο; αμοιβαίος | |||
φιλική αλληλασφαλιστική εταιρία | |||
English thesaurus | |||
| |||
Mutual Insurance Companies (компания взаимного страхования chuparats) | |||
| |||
mut.; mutu | |||
| |||
M |
mutual: 278 phrases in 36 subjects |