| |||
καλούπι | |||
μήτρα; τύπος | |||
βγάζω την μήτρα μιας σελίδας | |||
"καλούπια"; κοίλοι τύποι | |||
χύτευση | |||
βιομηχανική μήτρα | |||
μούχλα; σαπροφυτικός μύκης παράγων ευρώτα; εκμαγείο; υφομύκητας | |||
κέλυφος της μήτρας; καλουπιάζω; πλίνθωμα | |||
| |||
ευρώτες; μούχλα | |||
| |||
μουχλιάζω | |||
| |||
ζύμωση | |||
χύτευση σε καλούπια | |||
καλούπωμα | |||
μορφοποίηση; νημάτιο | |||
κατασκευή καλουπιών | |||
βέργα κορνίζας; πλαίσιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
mould |
mould: 585 phrases in 25 subjects |