minimum | |
gen. | ελάχιστη; ελάχιστος |
life.sc. environ. | ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος |
med. | ελάχιστο; μίνιμουμ |
nat.sc. | ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα |
operate current | |
commun. el. | ένταση έλξης; ρεύμα έλξης |
| |||
ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος | |||
ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα | |||
| |||
ελάχιστα | |||
| |||
ελάχιστη; ελάχιστος | |||
ελάχιστο; μίνιμουμ | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
min |
minimum: 619 phrases in 50 subjects |