military | |
gen. | στρατιωτική; στρατιωτικό; στρατιωτικός |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
| |||
στρατιωτική; στρατιωτικό; στρατιωτικός |
military: 245 phrases in 24 subjects |