military | |
gen. | στρατιωτική; στρατιωτικό; στρατιωτικός |
channel | |
construct. | πλακίδια υπονόμων αγωγών |
earth.sc. mech.eng. | στόμιο εξισορρόπησης,οπή αντιστάθμησης,αυλάκωση,κανάλι |
industr. | δίαυλος |
industr. construct. | αυλάκι στη σόλα; λούκι στη σόλα |
industr. construct. met. | αρχή καναλιού |
nucl.pow. | κανάλι πυρηνικού καυσίμου |
| |||
στρατιωτική; στρατιωτικό; στρατιωτικός |
military: 242 phrases in 24 subjects |