measurement | |
agric. | καταμέτρηση πλοίου |
mech.eng. | διάσταση |
COST | |
obs. R&D. | ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας |
cost | |
econ. fin. | κόστος; τιμή κόστους |
environ. | κόστος |
costs | |
ed. | δίδακτρα |
market. | έξοδα προς ενσωμάτωση |
| |||
καταμέτρηση πλοίου | |||
διάσταση | |||
μέτρηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
meas | |||
m | |||
The determination of the existence or the magnitude of a variable | |||
msmt; mst |
measurement: 500 phrase in 38 subjects |