maximum | |
gen. | μέγιστη; μέγιστο |
static | |
comp., MS | στατικός |
el. | ηλεκτροστατικό φορτίο; ηλεκτροστατική φόρτιση |
med. | στατικός; ακίνητος; αμετακίνητος |
load | |
econ. | φόρτωση |
ratings | |
social.sc. transp. mater.sc. | ονομαστικές επιδόσεις |
| |||
μέγιστη; μέγιστο | |||
μέγιστος; ανώτατος | |||
English thesaurus | |||
| |||
max | |||
max. | |||
| |||
mxm | |||
M |
maximum: 863 phrases in 45 subjects |