market | |
gen. | τοποθετώ στην αγορά |
econ. | αγορά; εμπορεύσιμος |
environ. | αγορά |
marketing | |
commer. | μάρκετινγκ; μελέτη αγοράς |
econ. | εμπορία |
service | |
econ. | υπηρεσία |
| |||
τοποθετώ στην αγορά | |||
αγορά; εμπορεύσιμος | |||
| |||
αγορά | |||
| |||
μάρκετινγκ; μελέτη αγοράς αγοραλογία | |||
εμπορία | |||
εμπορία/διάθεση στην αγορά/αγοραστική μάρκετινγκ | |||
| |||
διάθεση στην αγορά |
market: 1659 phrases in 47 subjects |