liquid propellant | |
gen. | προωθητήριο υγρό; προωθητικό υγρό; υγρό προωθητικό |
tech. | υγρό προωθητικό καύσιμο |
rocket | |
gen. | ρουκ·έτα; πύραυλος |
chem. | πύραυλος; φωτοβολίδα |
food.ind. | ρόκα 1 |
| |||
προωθητήριο υγρό; προωθητικό υγρό; υγρό προωθητικό | |||
υγρό προωθητικό καύσιμο | |||
υγρό προωθητήριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
lp |
liquid propellant: 5 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Transport | 4 |