line of sight | |
commun. transp. | απόσταση ορατότητος |
el. | γραμμή οπτικής επαφής; ευθεία οπτικής επαφής |
health. | οπτική γραμμή |
life.sc. | σκοπευτική γραμμή; σκοπευτικός άξονας |
radio technology | |
commun. | τεχνική των ραδιοεπικοινωνιών |
line-of-sight: 22 phrases in 4 subjects |
Communications | 8 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 12 |
Information technology | 1 |