DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
katathermometer [ˌkætəθə'mɒmɪtə, ˌkæt̬əθər'mɑːmət̬ər] n
med. καταθερμόμετρο; ζεύγος οινοπνευματικών θερμομέτρων,το ένα με ξηρό βολβό και το άλλο με υγρό βολβό