intermittent | |
med. | διαλείπων; διακοπτόμενος |
variation | |
life.sc. | γενοτυπική παραλλαγή |
med. | ποικιλότητα |
met. | μετάθεση |
pharma. | τροποποίηση |
stat. | μεταβλητότητα |
stat. fin. | διακύμανση |
stat. nat.sc. | διασπορά |
transp. | απόκλιση |
| |||
διαλείπων; διακοπτόμενος |
intermittent: 102 phrases in 22 subjects |