intermediate speed | |
transp. mech.eng. | ενδιάμεση ταχύτητα |
compressor | |
gen. | συμπιεστής |
astronaut. transp. | Συμπιεστής |
el. | συστολέας |
environ. | συμπιεστής |
industr. | μηχανοκίνητος αεροσυμπιεστής |
med. | συμπιεστική συσκευή; συμπιεσόμετρο; πιεστήριος μυς; σφιγκτήρ μυς |
| |||
ενδιάμεση ταχύτητα |