interim | |
gen. | προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός |
tool | |
comp., MS | εργαλείο |
mech.eng. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση |
tools | |
industr. construct. met. | εργαλεία υαλουργού |
| |||
προσωρινή; προσωρινό; προσωρινός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
interim: 156 phrases in 28 subjects |