institutional | |
gen. | θεσμική; θεσμικό; θεσμικός |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
| |||
θεσμική; θεσμικό; θεσμικός |
institutional: 96 phrases in 21 subjects |