institutional | |
gen. | θεσμική; θεσμικό; θεσμικός |
reform | |
gen. | αναμορφώνω; αναμόρφωση |
ed. | εκπαιδευτική μεταρρύθμιση |
reforming | |
chem. | αναμόρφωσις; ανασχηματισμός |
coal. chem. | αναμόρφωση |
construct. | θερμική αναμόρφωση ασφάλτου οδοστρώματος |
| |||
θεσμική; θεσμικό; θεσμικός |
institutional: 96 phrases in 21 subjects |