DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
inhaler [ɪn'heɪlə] n
health. εισπνευστό; λαμβανόμενο με εισπνοές; ναρκωτικό εισπνοής; σκόνη για αναρρόφηση; σκόνη για εισπνοή
med. ψεκαστήρας; εισπνευστήρας
inhaler: 9 phrases in 2 subjects
Health care6
Medical3