| |||
βρέφος/νήπιο | |||
νήπιο ηλικίας μικρότερης του ενός έτους; βρέφος; παιδική ηλικία; βρέφος που θηλάζει; θηλάζον βρέφος; μωρό | |||
παιδί που θηλάζει | |||
νήπιο | |||
παιδί | |||
| |||
βρέφος; νήπιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
Iroquois night fighter and night tracker | |||
| |||
infantryman (MichaelBurov) |
infant: 142 phrases in 16 subjects |