hydrogen | |
chem. | υδρογόνο |
environ. | υδρογόνο |
ignition | |
gen. | έναυση,ανάφλεξη |
chem. | πυροδότηση |
coal. chem. | φλόγα έκρηξης αερίου |
el. | ανάφλεξη |
mech.eng. | άναμα βενζινοκινητήρα; ανάφλεξη βενζινοκινητήρα |
subsystem | |
comp., MS | υποσύστημα |
| |||
υδρογόνο (hydrogenium) | |||
υδρογόνο | |||
| |||
υδρογόνο |
hydrogen: 208 phrases in 22 subjects |