homogeneous | |
med. | ομοιογενής |
Information | |
gen. | Πληροφορία |
information | |
busin. labor.org. lab.law. | ενημέρωση |
commun. | πλαίσια πληροφορίας |
comp., MS | πληροφορία |
econ. | πληροφόρηση |
environ. | στοιχεία |
law pharma. environ. | γεvικές πληρoφoρίες; πληροφορία /πληροφόρηση/στοιχεία/ενημέρωση; πληροφορία |
set | |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί |
| |||
ομοιογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hom |
homogeneous: 66 phrases in 20 subjects |