reservoir | |
construct. | υδροταμιευτήρας; τεχνητή λίμνη |
earth.sc. mining. oil | ταμιευτήρας; πέτρωμα-ταμιευτήρας |
el. | λίμνη περισυλλογής των υδάτων |
environ. | ταμιευτήρας /δεξαμενή; ταμιευτήρας; δεξαμενή |
mater.sc. | δεξαμενή νερού κατάσβεσης |
med. | δεξαμενή |
English thesaurus | |||
| |||
hltp |
hilltop: 1 phrase in 1 subject |
Construction | 1 |