| |||
θρμάστρα | |||
θερμαντήρας | |||
προθερμαντήρας | |||
θερμαντικό σώμα | |||
θερμαντήρας/αερόθερμο/θερμάστρα | |||
χαμηλή αναπαυτική πολυθρόνα | |||
κλιβανιστής φρεατοκλιβάνου; κλιβανιστής | |||
θέρμανση καμπίνας τράκτορα | |||
καυστήρας | |||
| |||
θερμαντήρας; αερόθερμο; θερμάστρα | |||
English thesaurus | |||
| |||
htr | |||
| |||
h |
heater: 185 phrases in 22 subjects |