DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
greenwashing n
commer., environ. προβολή ψευδοπράσινης ταυτότητας; πράσινο ξέπλυμα; προβολή οικολογικού προσωπείου; προβολή ψευδοοικολογικής ταυτότητας