gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
weir | |
chem. | υπερχειλιστήρας |
construct. | αναβαθμός εκτροπής; εκχειλιστής; φράγμα εκτροπής; ρυθμιστικό φράγμα; υπερχειλιστής |
| |||
βαρύτητα; βαρυτική δύναμη | |||
βαρύτητα (gravitas) | |||
English thesaurus | |||
| |||
gr; grav | |||
g (force) | |||
g |
gravity: 234 phrases in 25 subjects |