gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
spread | |
fin. | διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης |
food.ind. | πάστα για επάλειψη |
mater.sc. | απλώνω; στρώνω |
math. | διασπορά |
med. | διάδοση; εξάπλωση |
fine particles | |
agric. | τρίμματα |
board | |
law gen. | διοικητικό συμβούλιο |
| |||
βαρύτητα; βαρυτική δύναμη | |||
βαρύτητα (gravitas) | |||
English thesaurus | |||
| |||
gr; grav | |||
g (force) | |||
g |
gravity: 234 phrases in 25 subjects |