governmental | |
environ. | κυβερνητικός |
Account | |
comp., MS | Λογαριασμός |
account | |
econ. | λογαριασμός |
fin. | περίοδος εκκαθάρισης |
accounting | |
econ. | λογιστική |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
accounts | |
fin. | λογαριασμοί; λογιστική; λογιστική κατάσταση |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
| |||
κυβερνητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
.gov (Domain Name, Internet) |
governmental: 53 phrases in 16 subjects |