government | |
gen. | δημόσιος τομέας; Υπουργικό Συμβούλιο; δημόσιες αρχές |
econ. | κυβέρνηση |
aircraft | |
econ. | αεροσκάφος |
planting | |
agric. | φύτευση |
| |||
δημόσιος τομέας; Υπουργικό Συμβούλιο; δημόσιες αρχές | |||
κυβέρνηση | |||
| |||
κυβέρνηση | |||
| |||
κυβέρνηση υπουργικό συμβούλιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
gvt | |||
| |||
government securities ('More) | |||
| |||
Gov't. |
government: 439 phrases in 39 subjects |