future | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
automatic | |
comp., MS | αυτόματος |
search | |
econ. | κατ' οίκον έρευνα |
| |||
προθεσμιακές πράξεις | |||
συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
συναλλαγές επί προθεσμία | |||
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον | |||
προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
fut; fut. (tense Vosoni) | |||
| |||
Females United To Unilaterally Reduce Endo |
future: 170 phrases in 26 subjects |