functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
transducer | |
gen. | ενεργειακός μετατροπέας |
IT transp. | μετατροπέας μαγνητοσυστολής; μορφοτροπέας μαγνητικής συστολής |
med. | μεταγωγός |
nat.sc. transp. polit. | μετατροπέας |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional: 227 phrases in 28 subjects |