![]() |
functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
set | |
agric. | φυτό |
fish.farm. | καλάδα; ψαριά |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί; στήσιμο |
transp. construct. | διείσδυση ανά κύκλο κτυπημάτων |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional: 227 phrases in 28 subjects |